Νέα μελέτη αναδεικνύει το πιο υγιεινό φυτικό γάλα
Καθώς η τάση για μια διατροφή βασισμένη στα φυτά κερδίζει ολοένα και περισσότερους οπαδούς, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις μη-γαλακτοκομικών προϊόντων για το αγελαδινό γάλα. Ωστόσο, παρόλο που αυτά τα φυτικά γαλακτοκομικά προϊόντα προσφέρονται συχνά ως υγιεινές αντικαταστάσεις, ελάχιστη έρευνα έχει γίνει για να συγκριθούν τα οφέλη και τα μειονεκτήματα του καθενός. Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά εξέτασε τους τέσσερις τύπους γαλακτοκομικών ποτών που βασίζονται σε φυτά, δηλαδή το γάλα από αμύγδαλα, σόγια, ρύζι και καρύδα αντίστοιχα, εναλλακτικές που καταναλώνονται πιο συχνά και συνέκρινε τη διατροφική τους αξία με αυτή του αγελαδινού γάλακτος. Διαπίστωσαν ότι μετά το αγελαδινό γάλα, το οποίο παραμένει το πιο θρεπτικό, το γάλα σόγιας ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Δημοσίευσαν επίσης μια σειρά από πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του καθενός, τα οποία συνοψίζουμε παρακάτω:
Αγελαδινό γάλα
Μια υγιεινή, πλήρης τροφή που παρέχει όλα τα κύρια θρεπτικά συστατικά όπως λιπαρά, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες. Έχει επίσης ευεργετική αντιμικροβιακή δράση καθώς, μια προηγούμενη μελέτη έδειξε ότι στα βρέφη, η κατανάλωση γάλακτος αγελάδας μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο πυρετού και αναπνευστικών λοιμώξεων. Ωστόσο, η αλλεργία στο γάλα είναι μια από τις πιο συχνές αλλεργίες μεταξύ των βρεφών και των παιδιών που τα επηρεάζουν κατά 2,2%-3,5%, ένα ποσοστό ακόμη μεγαλύτερο εκείνων που ταλαιπωρούνται από τις αλλεργίες στα φιστίκια. Τα καλά νέα είναι ότι το 35% των βρεφών μπορεί να ξεπεράσει την αλλεργία στο γάλα μέχρι την ηλικία των 5-6 ετών και αυτό μπορεί να αυξηθεί στο 80% έως την ηλικία των 16 ετών. Το αγελαδινό γάλα δεν αποτελεί επίσης καλή επιλογή για όσους έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, η οποία επηρεάζει το 15%-75% όλων των ενηλίκων ανάλογα με τη φυλή, τις διατροφικές συνήθειες και την υγεία του εντέρου.
Γάλα σόγιας
Υπήρξε υποκατάστατο του αγελαδινού γάλακτος για τέσσερις δεκαετίες και είχε το πιο ισορροπημένο θρεπτικό προφίλ από τα τέσσερα γαλακτοκομικά προϊόντα που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Επίσης, καταναλώνεται ευρέως για τα οφέλη που προσφέρει λόγω των φυτοθρεπτικών του συστατικών. Γνωστές ως ισοφλαβόνες, αυτά τα φυτοθρεπτικά έχουν αντι-καρκινογόνες ιδιότητες που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή την καθυστέρηση διαφόρων σοβαρών ασθενειών όπως ο καρκίνος. Δύο είναι τα «μειονεκτήματα» αυτού του υποκατάστατου: η ιδιαίτερη γεύση του την οποία ορισμένοι αντιπαθούν και η ανησυχία για την παρουσία κάποιων ουσιών, όπως το φυτικό οξύ, που μειώνουν την πρόσληψη των θρεπτικών συστατικών και δυσκολεύουν την πέψη.
Γάλα ρυζιού
Εκτός από το ότι δεν περιέχει λακτόζη, το γάλα από ρύζι μπορεί να είναι και μια καλή εναλλακτική λύση για όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα αλλεργίας που προκαλούνται από τη σόγια και τα αμύγδαλα. Η γλυκιά γεύση του το κάνει πιο ευχάριστο, ωστόσο, έχει σχετικά μικρή διατροφική αξία και υπάρχουν επίσης ανησυχίες σχετικά με τον υψηλό αριθμό υδατανθράκων. Η κατανάλωση γάλακτος ρυζιού χωρίς την κατάλληλη φροντίδα μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υποσιτισμό, ειδικά στα βρέφη.
Γάλα καρύδας
Μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των επιπέδων των βλαβερών λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (κακή χοληστερόλη) που σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Περιέχει λίγες θερμίδες, αλλά οι περισσότερες από αυτές είναι λιπαρές. Δεν περιέχει επίσης πρωτεΐνη και οι θρεπτικές τιμές μειώνονται εάν φυλάσσεται για περισσότερο από 2 μήνες.
Γάλα αμυγδάλου
Τα αμύγδαλα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (MUFA) που θεωρούνται χρήσιμα για την απώλεια και τη διαχείριση του βάρους. Τα MUFA βοηθούν επίσης στη μείωση της κακής χοληστερόλης. Ωστόσο, άλλες συμπληρωματικές διατροφικές πηγές είναι απαραίτητες για την παροχή των υπολειπόμενων βασικών θρεπτικών συστατικών.
Τα πλήρη ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Journal of Food Science and Technology
Φωτεινή Πουρνάρα