Τροφική αλλεργία: Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Ο Ιπποκράτης συχνά πιστώνεται ως ο πρώτος που αναγνώρισε ότι τα τρόφιμα θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνα για κάποια δυσμενή συμπτώματα, ακόμη και για το θάνατο σε μερικά άτομα, αλλά ουσιαστικά, το ανοσολογικό τεστ των Prausnitz-Küstner το 1921 ήταν αυτό που διερεύνησε την τροφική αλλεργία σε πιο επιστημονική βάση.
Μέχρι το απλό αλλά έξυπνο πείραμα που πραγματοποιήθηκε από τον Carl Prausnitz και τον Heinz Küstner το 1921 για να προσδιοριστεί εάν ένας ασθενής είχε αλλεργική αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο αντιγόνο, ούτε ένας ακριβής παθοφυσιολογικός μηχανισμός ούτε ο μεσολαβητής που ήταν υπεύθυνος για την πρόκληση της υπερευαισθησίας άμεσης αντίδρασης είχε μπορέσει να διευκρινιστεί μέχρι τότε. Το συγκεκριμένο τεστ αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από την ασφαλέστερη δοκιμασία νυγμού (τσιμπήματος) γνωστή και ως skin prick test (PK test). Η δοκιμή ΡΚ περιλαμβάνει τη μεταφορά ορού από τo υπό έλεγχο άτομο σε ένα άλλο υγιές, βασικά χρησιμοποιώντας το δεύτερο αυτό άτομο ως «δοχείο ανάμιξης» αντισωμάτων και αντιγόνου.
Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, υπήρχαν περιοδικές αναφορές στην ιατρική βιβλιογραφία που περιγράφουν διάφορες τροφικές αλλεργικές αντιδράσεις. Στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του '70, οι μελέτες άρχισαν να διεισδύουν στον σκεπτικισμό του ιατρικού κόσμου σχετικά με τη συνάφεια της τροφικής αλλεργίας και του τρόπου διάγνωσής της, καθώς οι συνήθεις δερματικές δοκιμές ήταν γνωστό ότι συσχετίζονταν ελάχιστα με κλινικά συμπτώματα. Σήμερα οι διατροφικές αλλεργικές διαταραχές που προκαλούνται ή όχι από την ανοσοσφαιρίνη E (IgE) αναγνωρίζονται στην πλειοψηφία τους και οι προσπάθειες για τη θεραπεία αυτών των αλλεργιών με διάφορες ανοσοθεραπευτικούς τρόπους βρίσκονται σε καλό δρόμο.
Αν και η πρώτη καταγραφή της τροφικής αλλεργίας αποδίδεται γενικά στον Ιπποκράτη, οι Κινέζοι αυτοκράτορες Shen Nong (~ 2735 π.Χ.) και Huang Di (2698-2598 π.Χ.) συμβούλευαν τις έγκυες γυναίκες καθώς και τα άτομα με ορισμένα δερματικά προβλήματα (πιθανώς αλλοιώσεις ατοπικής δερματίτιδας) στο "Shi Jin-Jing" (Διατροφικές Απαγορεύσεις) να αποφεύγουν ορισμένα τρόφιμα, π.χ. γαρίδες, κοτόπουλο και κρέας. Στα γραπτά του ο Ιπποκράτης αναφέρθηκε στην παρουσία «εχθρικών ουσιών» σε μερικούς άνδρες που τους έκαναν να «υποφέρουν άσχημα» μετά την κατανάλωση τυριού. Τον 17ο αιώνα αναφέρθηκαν περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε τρόφιμα στην ιατρική βιβλιογραφία, όπως εκδηλώσεις άσθματος μετά την κατανάλωση ψαριών, αμυγδάλων, μανιταριών, καβουριών, αστακών και μυδιών. Το κλασικό όμως πείραμα του Prausnitz το 1921 ξεκίνησε την επιστημονική έρευνα για την τροφική αλλεργία και καθιέρωσε την ανοσολογική βάση των αλλεργικών αντιδράσεων. Στο πείραμά του, ο Prausnitz πήρε δείγμα ορού από τον Kustner έναν ασθενή που ήταν αλλεργικός στα ψάρια και από ένα άλλο μη αλλεργικό άτομο, το έβαλε στο δικό του δέρμα και την επόμενη ημέρα έβαλε εκχύλισμα ψαριού στις ίδιες περιοχές. Μια θετική τοπική αντίδραση απέδειξε ότι η ευαισθησία θα μπορούσε να μεταφερθεί μέσω ενός παράγοντα στον ορό (γνωστό τώρα ως αντισώματα IgE ) από ένα αλλεργικό σε ένα μη αλλεργικό άτομο.
Με το πέρασμα των αιώνων, αναγνωρίστηκε ότι οι γιατροί ήταν σε θέση να θεραπεύσουν κάποια από τα νοσήματα των ασθενών αλλάζοντας τη διατροφή τους για να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Το 1905 ο Δρ Hare έγραψε ένα βιβλίο 1000 σελίδων με τίτλο «The Food Factor in Disease» το οποίο ήταν αποτέλεσμα των παρατηρήσεων του το 1889 ότι η ημικρανία μειωνόταν όταν ο ασθενής ακολουθούσε ειδική δίαιτα που απέκλειε σε μεγάλο βαθμό τα λίπη, τους υδατάνθρακες, και τα υψηλά σε σάκχαρο αλκοολούχα ποτά. Ο Hare επεδίωξε να εξηγήσει ότι πλήθος ασθενειών σχετίζονταν με τροφικές αλλεργίες, όπως η ημικρανία, το άσθμα, η ουρική αρθρίτιδα, η νευρικότητα, η επιληψία, η μανία, η δυσπεψία, η ζαλάδα, η βρογχίτιδα, το έκζεμα, η υπέρταση, οι γαστρεντερικές διαταραχές αλλά και άλλες εκφυλιστικές ασθένειες.
Το 1906, ο Δρ Clemens von Pirquet πρότεινε τη χρήση της λέξης "αλλεργία" για να περιγράψει μια αντίδραση σε τρόφιμα ή άλλες ουσίες που συνήθως δεν είναι επιβλαβείς ή ενοχλητικές. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά στη μελέτη των τροφικών αλλεργιών του Δρ Albert Rowe, ο οποίος δημοσίευσε το 1931 το βιβλίο «Food Allergy: Its Manifestations, Diagnosis, and Treatment » στο οποίο απέδειξε ότι οι τροφικές αλλεργίες μπορούν να προκαλέσουν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων που επηρεάζουν οποιοδήποτε μέρος του σώματος και ότι μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Ο Δρ. Warren T. Vaughan μελέτησε ένα ολόκληρο χωριό 508 ατόμων που ζούσε στο Clover της Virginia των ΗΠΑ το 1934. Από τον πληθυσμό που εξέτασε, 10% είχαν αλλεργίες αρκετά σοβαρές ώστε να απαιτούν ιατρική παρέμβαση και ένα άλλο 50% είχε δευτερεύουσες. Ο Δρ Vaughan πήγε την έρευνά του ένα βήμα παραπέρα και εξέτασε τις πιθανές αιτίες για τις αλλεργίες. Από τις περιπτώσεις που μπόρεσαν να αποδώσουν τα συμπτώματα σε συγκεκριμένες αιτίες, το 62,6% οφείλονταν στα τρόφιμα, το 23% στις εισπνεόμενες ουσίες και το 14,4% σε αλλεργίες επαφής.
Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του Δρ Arthur Coca. Μία από τις καίριες παρατηρήσεις του ήταν ότι η έκθεση σε τροφικά αλλεργιογόνα είχε σαν αποτέλεσμα μια αλλαγή στον παλμό του ανθρώπινου σώματος. Το Pulse Test δημοσιεύθηκε ως εργαλείο για το ευρύ κοινό το 1956. Το συγκεκριμένο τεστ περιγράφει την άμεση σχέση μεταξύ των αλλεργιών και των πονοκεφάλων, της επιληψίας, του διαβήτη, των ελκών, των αιμορροΐδων, της παχυσαρκίας, της κνίδωσης, της κούρασης, της ημικρανίας, ακόμη και της πολλαπλής σκλήρυνσης με τα πιο συναρπαστικά ιστορικά περιστατικά και με αναφορές σε επιτυχώς νοσηλευμένους ασθενείς. Ο Dr. Coca ήταν ο ιδρυτής και πρώτος συντάκτης του Journal of Immunology, το οποίο εξακολουθεί να είναι η πιο έγκριτη ιατρική επιθεώρησης στον τομέα της. Ένας άλλος αξιομνημόνευτος συντελεστής στον τομέα των τροφικών αλλεργιών ήταν ο Dr. Herbert Rinkel. Το βιβλίο του «Food Allergy» που δημοσιεύτηκε το 1951 από τον ίδιο και τους Dr. Theron G. Randolph και Dr. Zeller, ήταν μια ολοκληρωμένο μελέτη που κάλυπτε τη φύση και την κυκλική έννοια της τροφικής αλλεργίας, το deliberate eating test και την περιστροφική δίαιτα.
Για να μπορέσουμε να βάλουμε την ιατρική έρευνα στις αρχές της δεκαετίας του 1900 σε προοπτική σε σχέση με τη ζωή εκείνη την εποχή, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν υπολογιστές, τηλεοράσεις και συστήματα μαζικής μεταφοράς. Δεν υπήρχε επίσης ρύπανση από αυτοκίνητα, τρένα και αεροπλάνα. Δεν υπήρχαν πλαστικά, συντηρητικά ή μαζικά παραγόμενα τρόφιμα και οι χημικές ουσίες και τα φυτοφάρμακα ήταν ελάχιστα. Οι γιατροί μέσα από τις πρακτικές παρατηρήσεις που έκαναν, ανέπτυσσαν μια θεωρία ή υπόθεση την οποία δοκίμαζαν πάνω στους ασθενείς τους. Για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια όμως οι γιατροί κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα σε όλο τον κόσμο: οι τροφικές αλλεργίες μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες και να επηρεάσουν την υγεία.
Πολλά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη διάγνωση τροφικής αλλεργίας χρησιμοποιήθηκαν και πριν από 30 χρόνια, αλλά έχουν βελτιωθεί. Το ιστορικό και η δερματική εξέταση του ασθενούς παραμένουν ο ακρογωνιαίος λίθος για τη διάγνωση της τροφικής αλλεργίας. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά των τροφικών αλλεργικών διαταραχών και τα συμπτώματα έχουν καθοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, γεγονός που βελτίωσε τη διαγνωστική ακρίβεια του ιατρικού ιστορικού και τη χρησιμότητά του στις κατάλληλες εργαστηριακές μελέτες. Ορισμένοι δυνητικοί παθογόνοι παράγοντες, όπως η μικροβιοτική του εντέρου που συζητήθηκαν ελάχιστα πριν από τρεις δεκαετίες, σήμερα, λόγω των νέων τεχνολογιών, επέτρεψαν στους ερευνητές να επικεντρωθούν σε αυτά τα νέα στοιχεία.
Για να προχωρήσει ο τομέας αυτός της ιατρικής έρευνας προς τα εμπρός είναι απαραίτητο να επανεξεταστούν κριτικά οι δημοσιευμένες μελέτες, να τηρηθούν αυστηρά οι επιστημονικές μέθοδοι σε μελλοντικές έρευνες, να επιδιωχθεί καλύτερη κατανόηση της βασικής ανοσολογίας της ανοχής και των ανοσοπαθογόνων μηχανισμών της τροφικής αλλεργίας στον άνθρωπο, οι ιδιότητες των αλλεργιογόνων τροφίμων και οι επιπτώσεις της επεξεργασίας των τροφίμων και των προσθέτων. Η περαιτέρω διερεύνηση του μικροβιώματος του εντέρου, του ανθρώπινου γονιδιώματος και του δέρματος και οι επιπτώσεις τους στην ανοσία ανοχής και την υπερευαισθησία θα αποκαλύψουν πιθανώς άλλους μηχανισμούς και οδούς που δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί αναφορικά με τις συμπτωματικές τροφικές αλλεργίες. Παρά τις μεγάλες προόδους στον τομέα της τροφικής αλλεργίας, οι ερωτήσεις που εκκρεμούν σίγουρα θα κρατήσουν τους ερευνητές απασχολημένους τουλάχιστον για τις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Φωτεινή Πουρνάρα