Υπάρχει λόγος οι υγιείς άνθρωποι να προτιμούν διατροφικά προϊόντα με χαμηλή περιεκτικότητα σε γλουτένη;
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ακολουθήσουν μια δίαιτα χαμηλής γλουτένης, αν και δεν είναι αλλεργικοί σε αυτή την ουσία η οποία απαντάται συχνά σε πολλά είδη τροφίμων, όπως στα ζυμαρικά, το ψωμί, τα crackers, τα snacks, τα καρυκεύματα και τα μίγματα μπαχαρικών αλλά και σε δεκάδες άλλα προϊόντα που μπορούμε να βρούμε στα καταστήματα. Είναι όμως μια δίαιτα χαμηλή σε γλουτένη υγιεινή ή όχι;
Ο επιστημονικός κόσμος μας έχει βομβαρδίσει κυριολεκτικά με διάφορες απόψεις (υποστηριγμένες από προφανώς πειστικά στοιχεία) για το αν η γλουτένη είναι καλή ή κακή για τον ανθρώπινο οργανισμό. Οι περισσότερες από αυτές έχουν επικεντρωθεί στο «ναι ή όχι». Αλλά η πραγματική απάντηση μπορεί να βρίσκεται κάπου στη μέση...
Η γλουτένη είναι πρωτεΐνη που βρίσκεται σε κόκκους όπως το σιτάρι, το κριθάρι και η σίκαλη. Σε άτομα που έχουν κοιλιοκάκη, το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος υπερ-αντιδρά στη γλουτένη προκαλώντας φλεγμονώδη αντίδραση στο έντερο. Αυτό μπορεί να επιφέρει κοιλιακό άλγος, ναυτία, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, πονοκέφαλο και μερικές φορές δερματικά εξανθήματα, υποσιτισμό ή πόνο στις αρθρώσεις. Μακροπρόθεσμα μπορεί να υπάρξει μόνιμη βλάβη στο έντερο. Οι εξετάσεις αίματος και οι γενετικές εξετάσεις μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση των ασθενών με κοιλιοκάκη, αλλά μέχρι και 80% από αυτές παραμένουν αδιάγνωστες. Μερικά άτομα δεν είναι θετικά την κοιλιοκάκη, αλλά είναι ευαίσθητα στην γλουτένη και έχουν πολλά παρόμοια συμπτώματα. Όσοι διαπιστωμένα πάσχουν από κοιλιοκάκη ή έχουν ευαισθησία στη γλουτένη πρέπει να αποφεύγουν τα τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη και να ακολουθούν μια ανάλογη δίαιτα για να παραμείνουν υγιείς.
Τα υγιή άτομα επίσης προτιμούν όλο και περισσότερο τρόφιμα χωρίς γλουτένη, θεωρώντας ότι θα ωφεληθούν. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για το θέμα αυτό. Σε μια πρόσφατη πειραματική διατροφική μελέτη, Δανοί επιστήμονες διερεύνησαν τις επιπτώσεις μιας διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και χαμηλή σε γλουτένη σε υγιείς ενήλικες εθελοντές και δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο Nature Communications. Στην μελέτη συμμετείχαν 60 υγιείς ενήλικες εθελοντές ηλικίας 22-65 ετών οι οποίοι χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Για οκτώ εβδομάδες η μια ομάδα τρεφόταν με μια δίαιτα υψηλής γλουτένης και η άλλη με δίαιτα χαμηλής γλουτένης. Μετά από ένα διάλειμμα έξι εβδομάδων κατά τη διάρκεια του οποίου επέστρεψαν στις πρότερες διατροφικές τους συνήθειες, οι ομάδες άλλαξαν εκ νέου διατροφή για άλλες οκτώ εβδομάδες. Και οι δύο δίαιτες είχαν την ίδια ποσότητα θερμίδων και θρεπτικών ουσιών. Η ποσότητα των διαιτητικών ινών ήταν επίσης η ίδια αλλά οι τύποι των ινών ήταν διαφορετικοί. Η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε γλουτένη περιείχε ίνες από σιτάρι και σίκαλη, ενώ η δίαιτα χαμηλής γλουτένης περιείχε ίνες από λαχανικά, καστανό ρύζι, καλαμπόκι, βρώμη και quinoa.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ερευνητές διερεύνησαν εάν υπήρξαν αλλαγές στη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου των εθελοντών. Επίσης, εξέτασαν τυχόν αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα και το βάρος και τους ζήτησαν να καταγράψουν οποιαδήποτε συμπτώματα στην κοιλιά. Η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες αλλά με χαμηλή γλουτένη, προκάλεσε αλλαγές στη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου των εθελοντών. Αυτές οι αλλαγές συνδέονταν με τη σειρά τους με μια μέτρια απώλεια βάρους και μειωμένη γαστρεντερική δυσφορία. Με βάση την περαιτέρω διερεύνηση των τρόπων ζύμωσης των τροφίμων, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι ευεργετικές αλλαγές σχετίζονταν κυρίως με τον τύπο των διαιτητικών ινών στη δίαιτα χαμηλής γλουτένης και όχι με τη μείωση της γλουτένης.
Συζητώντας τον αντίκτυπο της δίαιτας, ο κύριος ερευνητής, καθηγητής Oluf Pedersen από το Novo Nordisk Foundation Center for Basic Metabolic Research στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης υπογράμμισε ότι χρειάζονται πολύ μεγαλύτερες και μακροπρόθεσμες μελέτες για να μπορέσουν να γίνουν διατροφικές συστάσεις για το γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, σχολίασε ότι τα ευρήματα της έρευνας αυτής είναι μια «κλήση αφύπνισης» για τη βιομηχανία τροφίμων, καθώς τα οφέλη που παρατηρήθηκαν με τη δίαιτα χαμηλής γλουτένης οφείλονταν κυρίως σε αλλαγές στους τύπους διαιτητικών ινών και όχι σε μείωση της γλουτένης. "Τα περισσότερα τρόφιμα χωρίς γλουτένη που διατίθενται στην αγορά σήμερα στερούνται μαζικά φυτικών ινών και φυσικών συστατικών διατροφής", δήλωσε ο Pedersen, "... υπάρχει προφανής ανάγκη διαθεσιμότητας εμπλουτισμένων ινών, διατροφής υψηλής ποιότητας χωρίς γλουτένη με τρόφιμα που είναι φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα για τους καταναλωτές που προτιμούν μια δίαιτα χαμηλής γλουτένης». Υποστήριξε τέλος ότι αυτοί οι τύποι τροφίμων μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση της γαστρεντερικής δυσφορίας και να βοηθήσουν στον έλεγχο του βάρους με την τροποποίηση των τύπων βακτηρίων που βρίσκονται στο έντερο.
Φωτεινή Πουρνάρα