Η Γερμανία οδηγεί μια vegan επανάσταση
Η τάση προς τη φυσικότητα φαίνεται να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στις επιλογές τροφίμων των Γερμανών καταναλωτών, οι οποίοι μεταμορφώνουν παραδοσιακές τυπικές λιχουδιές τους όπως το λουκάνικο bratwurst και το σνίτσελ, δίνοντας προτεραιότητα στα οφέλη για την υγεία από τα μη επεξεργασμένα, φυσικά και υγιεινά προϊόντα, τροφοδοτώντας παράλληλα το vegan κίνημα.
Το 2016, η Γερμανία έριξε στην αγορά περισσότερα χορτοφαγικά προϊόντα διατροφής από οποιαδήποτε άλλη χώρα, σύμφωνα με έρευνα του οργανισμού Mintel, και τα προϊόντα vegan στο σύνολό τους έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Τα στοιχεία της Mintel δείχνουν ότι το 18% του παγκόσμιου συνόλου των προωθημένων vegan προϊόντων έγινε στη Γερμανία το 2016, πολλά από τα οποία ήταν υποκατάστατα των παραδοσιακών πιάτων με βάση το κρέας. Προϊόντα με υποκατάστατα κρέατος, όπως λουκάνικα και σνίτσελ, συνήθως παρασκευάζονται από φυτικές πρωτεΐνες όπως σόγια, σιτάρι ή tofu, αναμεμιγμένα μεταξύ τους για να δώσουν την υφή και τη συνοχή του κρέατος.
"Τα υποκατάστατα του κρέατος είναι αυτά στα οποία είναι πρωτοπόρος η Γερμανία, είναι η προσωπική μου άποψη", δήλωσε η διατροφικός επιδημιολόγος Clarissa Lage Barbosa του Ινστιτούτου Robert Koch που ανήκει στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας. Και πρόσθεσε: "Αν κάποιος αποφασίσει να ξεκινήσει μια χορτοφαγική δίαιτα, αυτά τα προϊόντα μπορούν να τον βοηθήσουν να μπει σε αυτό το είδος της διατροφής". "Τα προϊόντα αυτά είναι ένας απλός τρόπος αντικατάστασης του κρέατος", δήλωσε από την άλλη ο Stefan Lorkowski, Αντιπρόεδρος της Γερμανικής Διατροφικής Εταιρείας. "Υπάρχουν κάποια που είναι φανταστικά αλλά υπάρχουν και μερικά που είναι χάλια.". Ο Lorkowski δεν είναι χορτοφάγος ή vegan, χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως "ευέλικτο", τρώγοντας μικρές ποσότητες κρέατος και ψαριών. Η Barbosa θεωρεί ότι αυτή η υποομάδα θα μπορούσε να γνωρίσει μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση στη Γερμανία. Ωστόσο, ο Lorkowski προειδοποίησε ότι η τακτική κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων - ακόμη και υποκατάστατων κρέατος – είναι ανθυγιεινή καθώς τα εναλλακτικά προϊόντα κρέατος όπως το vegan bratwurst ή το σνίτσελ είναι λίγο πολύ καθαρή πρωτεΐνη και δεν παρέχουν από μόνα τους μια ισορροπημένη διατροφή. Ορισμένες από τις φυτικές τροφές, όπως το γιαούρτι που παρασκευάζεται από σόγια, είναι ενισχυμένες με βιταμίνες που είναι γνωστό ότι δεν περιέχονται σε ποσότητες στις vegan δίαιτες, αλλά οι ωμές τροφές, οι σπόροι και τα λαχανικά είναι επίσης απαραίτητα. Ειδικότερα, οι vegan αντιμετωπίζουν ήδη διατροφικές προκλήσεις εξαιτίας της παράλειψης των γαλακτοκομικών προϊόντων και των αυγών από τη δίαιτά τους, δηλαδή ανεπάρκειες στη βιταμίνη Β12 και στο ασβέστιο.
Η θέση της Γερμανικής Διατροφικής Εταιρείας σχετικά με τις δίαιτες vegan συνολικά συνιστούν την πρόσληψη B12 συμπληρωμάτων και ενδεχομένως και άλλων συμπληρωμάτων ή εμπλουτισμένων τροφίμων. Η πρώτη vegan ευρωπαϊκή αλυσίδα σούπερ μάρκετ ξεκίνησε στo Βερολίνο το 2011. Σήμερα υπάρχουν 10 καταστήματά της σε ολόκληρη τη χώρα και πολλά άλλα σε ολόκληρη την ήπειρο, προσφέροντας περισσότερα από 4.500 προϊόντα. Ολοένα και πιο πολλά εστιατόρια προσφέρουν επίσης χορτοφαγικές και vegan επιλογές και στα μεγάλα super market υπάρχουν πια ειδικοί διάδρομοι τροφίμων, δήλωσε ο Lorkowski. Μια μελέτη του 2016 που χρησιμοποιεί στοιχεία από τo 2008 και το 2011, εκτιμά ότι το 4,3% των Γερμανών ηλικίας 18 έως 79 ετών είναι χορτοφάγοι, με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταξύ των 18 και 29 ετών. Περίπου το 2% του βρετανικού πληθυσμού εκτιμάται επίσης ότι είναι χορτοφάγοι ενώ στις ΗΠΑ το ποσοστό φθάνει το 3,3% . Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αριθμοί είναι μεγαλύτεροι μεταξύ των ανθρώπων με υψηλότερο εισόδημα και των κατοίκων των πόλεων, λένε οι ειδικοί, καθώς και μεταξύ των γυναικών.