Βάζοντας το θηλασμό σε εννοιολογικό πλαίσιο
Όταν πρόκειται για τη διατροφή των μωρών, δεν υπάρχει φράση που οι μητέρες ακούνε συχνότερα από το ότι «το μητρικό γάλα είναι το καλύτερο». Εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι, ενώ αυτό το μήνυμα ενισχύεται με τις καλύτερες προθέσεις, οι νέες μητέρες χρειάζονται πολλά περισσότερα από αυτό το σλόγκαν.
Ο θηλασμός συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με θετικά αποτελέσματα υγείας στα βρέφη, αλλά μπορεί να μην αποτελεί τον αιτιώδη μηχανισμό. Η καλύτερη πληροφόρηση και η υγειονομική περίθαλψη θα μπορούσαν να είναι καθοριστικής σημασίας, σύμφωνα με νέα μελέτη. Το μητρικό γάλα είναι ωφέλιμο για το μωρό, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Ωστόσο, τα στοιχεία στην αντιπαράθεση
«στήθος vs φόρμουλα γάλακτος» και την υγεία του μωρού κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του φαίνεται ότι έχουν παραμορφωθεί από το γεγονός ότι οι μητέρες που σκοπεύουν να θηλάσουν (ή όσες πράγματι το κάνουν) είναι γενικά καλύτερα ενημερωμένες και λαμβάνουν περισσότερη ιατρική φροντίδα, σε σύγκριση με τις μητέρες που είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν γάλα σε σκόνη και το έκαναν, υποστηρίζει μια κοινωνιολόγος από το πανεπιστήμιο του Buffalo και μια ειδικό της Δημόσιας Πολιτικής από το πανεπιστήμιο του Connecticut σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Social Science & Medicine: Population Health.
Η διατροφή των νεογνών είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ο θηλασμός ενθαρρύνεται αδιαμφισβήτητα. Έτσι, από τη μία πλευρά, οι γυναίκες καλούνται να θηλάσουν, αν μπορούν, αλλά υπάρχει και το ζήτημα του χρονικού διαστήματος που θα διατηρήσουν αυτή μόνο τη μέθοδο σίτισης. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συστήνουν τον αποκλειστικό θηλασμό για τους πρώτους έξι μήνες του μωρού αλλά και τον προτείνουν ως θέμα δημόσιας υγείας. Ωστόσο, η Kerri Raissian του Τμήματος Δημόσιας Πολιτικής του πανεπιστημίου του Connecticut και η Jessica Houston Su του τμήματος Κοινωνιολογίας από το πανεπιστήμιο του Buffalo υποδηλώνουν ότι παρόλες τις "καλύτερες προθέσεις", τα δεδομένα πάσχουν από ουσιώδεις ελλείψεις. Τα ευρήματα της μελέτης τους έδειξαν ότι βασικά, δεν υπήρξε καμία διαφορά στην υγεία των μωρών που γεννήθηκαν από γυναίκες που τα θήλαζαν αποκλειστικά, και σε εκείνα που οι μητέρες τους, ενώ είχαν δηλώσει ότι θα το έκαναν, τελικά τους έδωσαν σκόνη γάλακτος.
Μόνο περίπου το 50% των γυναικών που προτίθενται να θηλάσουν στην πραγματικότητα μπορούν, εξηγούν οι γιατροί. Όχι σπάνια, η αδυναμία θηλασμού είναι πέρα από τον έλεγχο των γυναικών. Επίσης, η συγκεκριμένη έρευνα υποδηλώνει ότι τα οφέλη του θηλασμού που αναφέρθηκαν στη συντριπτική πλειονότητα των προηγούμενων ερευνών μπορεί να έχουν στρεβλωθεί. "Αυτό που βρήκαμε είναι ότι οι μητέρες που είχαν πρόθεση να θηλάσουν είχαν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διατροφή και τη δίαιτα", εξηγεί η Su. "Συμβουλεύονταν τους γιατρούς τους συχνότερα και είχαν καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την υγεία των βρεφών από ό, τι οι μητέρες που δεν είχαν σκοπό να θηλάσουν ". Η Su τόνισε ότι δεν υπονοούν ότι μόνο «η πρόθεση για θηλασμό» κάνει τη διαφορά στην υγεία του μωρού κατά το πρώτο έτος. Στην πραγματικότητα, αυτό που φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σημασία είναι απλά η πρόσβαση σε ιατρική βοήθεια.
«Με την απορρόφηση τόσης πολλής ενέργειας στο να κάνουμε τις μέλλουσες μητέρες να θηλάσουν, χάνουμε κάτι πολύ σημαντικό: Η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και η δυνατότητα ιατρικής συμβουλής είναι εξαιρετικά σημαντική για τη μητέρα και το βρέφος της», δήλωσε με τη σειρά της η Raissian. "Με τη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν καλύτερα τα αποτελέσματα της υγείας των βρεφών, οι πληροφορίες από τη μελέτη μας βοηθούν στο να περιγραφεί το πλαίσιο των συμβιβασμών που πρέπει να κάνουν πολλές μητέρες όταν αποφασίζουν το πώς να ταΐσουν τα μωρά τους". Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από περισσότερες από 1.000 συμμετέχουσες μιας μεγάλης έρευνας για τη βρεφική διατροφή που σχεδιάστηκε από τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων και τη Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων.
Φωτεινή Πουρνάρα