Τα γονίδια του εγκεφάλου επηρεάζουν τις διατροφικές μας συνήθειες
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί συνεχίζουμε να τρώμε ορισμένα τρόφιμα, ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι δεν μας κάνουν καλό; Παραλλαγές των γονιδίων που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλός μας μπορεί να είναι ο λόγος, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η νέα έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες στρατηγικές που θα μας επιτρέψουν να απολαμβάνουμε και να ακολουθούμε πιστά ένα βέλτιστο διατροφικό πλάνο.
Η Silvia Berciano, ερευνήτρια στη γονιδιωματική και τη διατροφή στο πανεπιστήμιο Tufts Massachusetts, παρουσίασε πρόσφατα τα ευρήματα στη διάσκεψη Experimental Biology Conference στο Chicago σχολιάζοντας ότι η μελέτη αυτή είναι η πρώτη στο είδος της καθώς εξετάζει πώς τα γονίδια του εγκεφάλου επηρεάζουν την πρόσληψη τροφής και τις διατροφικές προτιμήσεις σε υγιείς ανθρώπους. "Οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τροποποιήσουν τις διατροφικές τους συνήθειες, ακόμη και αν γνωρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον τους", δήλωσε η Berciano. «Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι διατροφικές μας προτιμήσεις και η ικανότητα να ακολουθούμε συγκεκριμένα σχέδια και στόχους επηρεάζουν όχι μόνο αυτά που τρώμε αλλά και την ικανότητά μας να εμμείνουμε στις αλλαγές της διατροφής μας. Αν και προηγούμενες έρευνες έχουν εντοπίσει γονίδια που εμπλέκονται σε συμπεριφορές που παρατηρούνται στις διατροφικές διαταραχές όπως είναι η ανορεξία ή η βουλιμία, λίγα είναι γνωστά για το πώς η φυσική ποικιλία σε αυτά τα γονίδια μπορεί να επηρεάσει τις διατροφικές συμπεριφορές σε υγιείς ανθρώπους. Η παραλλαγή των γονιδίων είναι το αποτέλεσμα των διακριτών διαφορών του DNA μεταξύ των ανθρώπων που καθιστούν το κάθε άτομο μοναδικό.
Για τη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν γενετικά στοιχεία από 818 άνδρες και γυναίκες ευρωπαϊκής καταγωγής και συγκέντρωσαν πληροφορίες για τη διατροφή τους χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο. Διαπίστωσαν ότι τα γονίδια που μελετούσαν παίζουν σημαντικό ρόλο στις επιλογές τροφίμων και τις διατροφικές συνήθειες ενός ατόμου. Για παράδειγμα, η υψηλότερη πρόσληψη σοκολάτας και η μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης σχετίσθηκαν με ορισμένες μορφές του γονιδίου του υποδοχέα της ωκυτοκίνης, ενώ ένα γονίδιο που σχετίζεται με την παχυσαρκία έπαιξε ρόλο στη λήψη λαχανικών και ινών. Παρατήρησαν επίσης ότι ορισμένα γονίδια εμπλέκονται στην πρόσληψη αλατιού και λίπους. Τα νέα ευρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να δώσουν λεπτομερή στοιχεία που θα συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση εμφάνισης κοινών ασθενειών, όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο καρκίνος καθώς και την θεραπεία τους με βάση τις συγκεκριμένες διατροφικές ανάγκες ενός ατόμου.
"Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσω της μελέτης μας θα προετοιμάσουν το δρόμο για την καλύτερη κατανόηση της διατροφικής συμπεριφοράς και θα διευκολύνουν το σχεδιασμό εξατομικευμένων διαιτητικών συμβουλών που θα είναι περισσότερο επιδεκτικές στο άτομο, με αποτέλεσμα να υπάρχει καλύτερη συμμόρφωση και πιο επιτυχημένα αποτελέσματα", δήλωσε η Berciano. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να διεξάγουν παρόμοιες έρευνες και σε άλλες ομάδες ατόμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά και εθνικότητες για να κατανοήσουν καλύτερα την εφαρμοσιμότητα και τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των ευρημάτων. Θέλουν επίσης να διερευνήσουν εάν οι προσδιορισμένες γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με την πρόσληψη τροφής συνδέονται με αυξημένους κινδύνους για ασθένειες ή προβλήματα υγείας.