Τα «δευτερογενή σάκχαρα» περνούν στο μητρικό γάλα αυξάνοντας τον κίνδυνο για υπέρβαρα μωρά
Το μητρικό γάλα θεωρείται ως η αρχέτυπη υπερτροφή, λόγω της αφθονίας των θρεπτικών συστατικών και των φυσικών αντισωμάτων που μεταφέρονται από τη μητέρα στο παιδί. Ωστόσο, μια νέα μελέτη δείχνει ότι κάτι άλλο μπορεί να κρύβεται στο μητρικό γάλα στις μέρες μας: τα πρόσθετα σάκχαρα.
Τα διαιτητικά σάκχαρα έχουν αποδειχθεί ότι προάγουν το υπερβολικό σωματικό βάρος, τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Ωστόσο, καμία μελέτη δεν έχει εξετάσει τη φρουκτόζη στο ανθρώπινο γάλα και τις επιδράσεις της στη σύνθεση του σώματος κατά τη βρεφική ηλικία. Μια νέα μελέτη που πραγματοποίησαν οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Keck στην Καλιφόρνια, έδειξε ότι όταν το γάλα της μητέρας περιείχε φρουκτόζη, πιθανότατα από τα τρόφιμα ή τα ποτά που κατανάλωνε η μητέρα, επηρέαζε αρνητικά το σωματικό βάρος των μωρών. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα μωρά που συμμετείχαν και τα οποία θήλαζαν αποκλειστικά για τους πρώτους έξι μήνες της ζωής τους, είχαν υψηλότερες αυξήσεις στο σωματικό λίπος, τη μυϊκή μάζα και την οστική ανόργανη περιεκτικότητα.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτή η μικρή μελέτη (25 συμμετέχουσες μητέρες και μωρά) δείχνει μια συσχέτιση μεταξύ της φρουκτόζης στο μητρικό γάλα και των δυσμενών συνθηκών για τα μωρά και υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι μητέρες πρέπει να προσέχουν τις ποσότητες ζάχαρης που καταναλώνουν όταν θηλάζουν. Η φρουκτόζη δεν αποτελεί φυσικό συστατικό του μητρικού γάλακτος και απαντάται φυσικά σε φρούτα, καθώς και σε μεταποιημένα τρόφιμα και αναψυκτικά. Ο επικεφαλής ερευνητής Michael Goran δήλωσε ότι η φρουκτόζη θεωρείται «δευτερογενής ζάχαρη» και προέρχεται από τη δίαιτα της μητέρας. Ο Goran ο οποίος είναι επίσης ο ιδρυτικός διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Παχυσαρκία στην Ιατρική Σχολή του Keck και λέει ότι η έκθεση των βρεφών και παιδιών κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης σε υψηλότερες ποσότητες ζάχαρης, θα μπορούσε να προκαλέσει δια βίου κίνδυνο για διάφορες ασθένειες, όπως παχυσαρκία, λιπώδη νόσο του ήπατος και καρδιακές παθήσεις.
Επιπλέον, θεωρεί ότι η κατανάλωση ζάχαρης θα μπορούσε να επηρεάσει ακόμη και τη γνωστική ανάπτυξη ενός μωρού.
Ένα μόνο μικρογραμμάριο φρουκτόζης, το οποίο είναι περίπου το βάρος ενός κόκκου ρυζιού και ισοδυναμεί με αυτό που βρίσκεται σε μια μέση ημερήσια δόση γάλακτος στο μητρικό γάλα, θα μπορούσε να αυξήσει το σωματικό βάρος του μωρού και το λίπος του κατά 5%-10%. Η λακτόζη, η οποία είναι η κύρια πηγή ενέργειας από υδατάνθρακα στο μητρικό γάλα, ήταν 1.000 φορές μικρότερη από την ποσότητα ενός μικρογραμμαρίου φρουκτόζης και τα οφέλη της μπορούν να μειωθούν από την παρουσία φρουκτόζης στο μητρικό γάλα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, επειδή στον πρώτο χρόνο ζωής ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ταχύτερος και αποτελεί μια κρίσιμη περίοδο για την οικοδόμηση των εγκεφαλικών δικτύων και τη δημιουργία πλαισίου για το μεταβολικό σύστημα ενός μωρού, οι μητέρες θα πρέπει να είναι προσεκτικές ακόμη και με ελάχιστες ποσότητες φρουκτόζης. Και αυτό γιατί η κατάποση της φρουκτόζης από ένα μωρό που θηλάζει θα μπορούσε να «προπονεί» τα αποθηκευτικά της κύτταρα ώστε να μετατραπούν σε λιπώδη κύτταρα, γεγονός που με τη σειρά του θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας. Η μελέτη αυτή έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Nutrients.