Τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D της εγκύου μητέρας συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα παιδικής παχυσαρκίας
Μεταξύ των πολλών ωφελειών από την έκθεση στον ήλιο, είναι και η ικανοποίηση της απαίτησης του οργανισμού σε βιταμίνη D. Πρόσφατη μελέτη στη χώρα μας έδειξε ότι μια ανεπάρκεια βιταμίνης D, κατά τη διάρκεια της πρώιμης εγκυμοσύνης, μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα γέννησης υπέρβαρων παιδιών στο μέλλον.
Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatric Obesity, οι γυναίκες που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης βιταμίνης D στο αίμα (<37,7 nmol/l, 15,2 ng/ml), γέννησαν παιδιά με μεγαλύτερες περιφέρειες μέσης και υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος στην ηλικία των 4 ετών. Η διαφοροποίηση αυτή συνέχισε να εμφανίζεται και στην ηλικία των 6 ετών, σημείωσε η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τη Σχολή Ιατρικής του Keck στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC). "Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν ότι οι πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D κατά το πρώτο ήμισυ της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσουν τους δείκτες λιπών των παιδιών στην προσχολική και σχολική ηλικία", υπογράμμισε η καθηγήτρια Vaia Lida Chatzi. Στην ηλικία των 4 ετών, η διαφορά στην περιφέρεια μέσης μεταξύ των παιδιών που οι μητέρες είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D, ήταν 0,87 εκατοστά. Αυτό το αυξημένο πάχος θα μπορούσε να έχει συνέπειες για την υγεία στην μετέπειτα ζωή, εξήγησε η Chatzi.
Oι αυξήσεις αυτές μπορεί να μην φαίνονται μεγάλες, αλλά δεν μιλάμε για ενήλικες. Ακόμη και μια αύξηση ενάμισι εκατοστού στην περιφέρεια της μέσης παίζει ρόλο, ειδικά εάν αυτό το λιπώδες πλεόνασμα προβάλλεται καθ 'όλη τη διάρκεια ζωής τους.
Η μελέτη περιέλαβε 532 ζευγάρια μητέρων-παιδιών στην Ελλάδα. Τα επίπεδα της μητρικής βιταμίνης D εξετάστηκαν στην πρώτη προγεννητική επίσκεψη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (περίπου στις 14 εβδομάδες κύησης). Το ύψος, το βάρος και η περιφέρεια της μέσης του παιδιού μετρήθηκαν στην ηλικία των 4 και 6 ετών. Η πίεση του αίματος και τα λίπη αίματος αναλύθηκαν επίσης στα παιδιά, αν και δεν παρατηρήθηκε καμία συσχέτιση με τα επίπεδα μητρικής βιταμίνης D σε αυτά τα αποτελέσματα. Ο επιπολασμός της έλλειψης βιταμίνης D στη μελέτη ήρθε ως έκπληξη για τους ερευνητές, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που απολαμβάνει ικανοποιητικά επίπεδα ηλιοφάνειας, ακόμη και το χειμώνα. Επιπλέον, καμία από τις γυναίκες στη μελέτη δεν έλαβε συμπληρώματα βιταμίνης D. "Δεν είμαστε σίγουροι γιατί υπάρχει ανεπάρκεια βιταμίνης D ακόμη και σε μέρη με άφθονη ηλιοφάνεια, αλλά ίσως οι άνθρωποι ξοδεύουν πολύ χρόνο σε εσωτερικούς χώρους", ανέφερε η Chatzi. "Ή, ίσως χρησιμοποιούν υπερβολικές ποσότητες αντηλιακού, το οποίο εμποδίζει την παραγωγή βιταμίνης D". Το όριο ανεπάρκειας θεωρείται ότι είναι μια συγκέντρωση αίματος κάτω από 50 nmol /l (20ng/ml), με την επάρκεια να ταξινομείται ως 50-75 nmol/l (20-30ng ml). Εκτός από τον πιθανό υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας στους απογόνους, η ανεπάρκεια βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη έχει συνδεθεί σε προηγούμενες έρευνες με αρνητικά αποτελέσματα στην υγεία όπως η προεκλαμψία, το χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση, η νεογνική υπασβεστιαιμία, η κακή μεταγεννητική ανάπτυξη, η ευθραυστότητα των οστών και η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι ο πιθανός μηχανισμός που στηρίζει τη σχέση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και της παχυσαρκίας μπορεί να είναι το ότι τα παιδιά από μητέρες με χαμηλή βιταμίνη D, έχουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και σωματικό λίπος επειδή η βιταμίνη D φαίνεται να διαταράσσει το σχηματισμό λιποκυττάρων. "Τα βέλτιστα επίπεδα βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη θα μπορούσαν να προστατεύσουν από την παιδική παχυσαρκία, αλλά χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιώσουμε τα ευρήματά μας. Τα συμπληρώματα βιταμίνης D στην πρώιμη εγκυμοσύνη είναι μια εύκολη λύση για την προστασία των μελλοντικών γενεών » σημείωσε η Chatzi.
Φωτεινή Πουρνάρα