Είναι εφικτή η προσπάθεια παρασκευής πιο υγιεινών τροφίμων από τις βιομηχανίες;
Υπάρχουν τρεις πυλώνες στα επεξεργασμένα τρόφιμα: το αλάτι, η ζάχαρη και το λίπος. Ένας συνδυασμός των τριών μπορεί να δημιουργήσει νόστιμες και προσιτές λιχουδιές για όλα τα γούστα. Αλμυρές ή γλυκές, τραγανές ή μαλακές. Αλλά η προσπάθεια των κατασκευαστών τροφίμων να μειώσουν ένα ή περισσότερα από αυτά τα βασικά συστατικά, πρέπει να αντισταθμιστεί δυστυχώς με κάποιο άλλο.
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι υπερβολικές ποσότητες ζάχαρης και αλατιού είναι καταστροφικές για τον οργανισμό μας. Έτσι, σε μια προσπάθεια να συμμορφωθούν με τα πρότυπα υγείας, οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων μειώνουν την ποσότητα αλατιού και ζάχαρης που προστίθενται στα προϊόντα τους, σύμφωνα με ένα επίκαιρο άρθρο της Washington Post. Αλλά, δυστυχώς, τίποτε δεν γίνεται χωρίς κάποιο κόστος: αν και τα επίπεδα νατρίου και ζάχαρης έχουν πράγματι πέσει, μια νέα μελέτη δείχνει ότι υπάρχει μια αύξηση στα κορεσμένα λίπη που είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στην καρδιαγγειακή νόσο. Πολλοί από τους εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στο άρθρο επισημαίνουν τη δυσκολία ανασύνθεσης των επεξεργασμένων τροφίμων. Όταν μειώνονται ένα ή δύο συστατικά, πρέπει να προστεθεί ένα άλλο για να αντισταθμιστεί η απώλεια. Το άρθρο της Washington Post βασίζεται σε μια νέα έκθεση αξιολόγησης του Υπουργείου Γεωργίας (USDA) των ΗΠΑ που υποδεικνύει ότι αυτές οι αλλαγές δεν έχουν καταφέρει να κάνουν τα συσκευασμένα τρόφιμα συνολικά πιο υγιεινά. Για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έκθεσης του USDA, η οποία κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο, οικονομολόγοι και ερευνητές μελέτησαν τη θρεπτική αξία χιλιάδων προϊόντων, καινούργιων και αναβαθμισμένων, τα οποία μπήκαν στην αγορά από το 2008 έως το 2012. Συγκρίθηκαν με τα προϊόντα που βρίσκονται τώρα στα ράφια των καταστημάτων, με επίκεντρο κυρίως τα δημητριακά, το γιαούρτι, τα γλυκά και τα κατεψυγμένα γεύματα.
Η ζάχαρη θεωρείται το πιο επικίνδυνο συστατικό για τους σημερινούς καταναλωτές, ενώ το νάτριο ακολουθεί στη δεύτερη θέση. Πολλοί μεγάλοι κατασκευαστές επεξεργασμένων τροφίμων μειώνουν τη ζάχαρη για να καλύψουν τη ζήτηση των καταναλωτών καθώς και τα επίπεδα νατρίου για να συμμορφωθούν με τους προτεινόμενους στόχους του οργανισμού FDA για τις βιομηχανίες τροφίμων. Ωστόσο, το επίπεδο κορεσμένων λιπαρών είναι συχνά υψηλότερο. Στην προσπάθεια λοιπόν διάθεσης στην αγορά υγιεινότερων τροφίμων, γιατί οι κατασκευαστές δεν περιορίζουν και τα τρία για να δημιουργήσουν ένα πραγματικά υγιεινό προϊόν; Το πρόβλημα φαίνεται να είναι ότι οι επιστήμονες τροφίμων χρειάζονται έναν από αυτούς τους τρεις πυλώνες για να προσφέρουν ένα προϊόν γευστικό και φτηνό.
Η Washington Post μίλησε με έναν εμπειρογνώμονα του κλάδου, τον Ryan Dolan, διευθύνοντα σύμβουλο της PTM Food Consulting που βοηθά τους μεγάλους παραγωγούς τροφίμων όπως οι Kraft και Kellogg να βελτιώσουν από διατροφικής πλευράς τα προϊόντα τους, ο οποίος συγκρίνει τη διατροφική αξία ενός προϊόντος με ένα κυκλικό διάγραμμα πίτας. Εάν μειώσετε τις φέτες νατρίου και αλατιού στο γράφημα, μια άλλη φέτα πρέπει να μεγαλώσει για να αντισταθμίσει την απώλεια, αναφέρει ο Dolan. Όταν μειώνεται μόνο ένα συστατικό, η αλλαγή δεν είναι τόσο αισθητή. Αλλά όταν μειώνονται δύο, θα πρέπει να περιμένετε μια σημαντική αύξηση σε κάποιο άλλο. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν οι καταναλωτές αρχίζουν να παίρνουν υπόψη τους τα αυξημένα επίπεδα κορεσμένων λιπών στα αγαπημένα τους επεξεργασμένα τρόφιμα. Εάν τα κορεσμένα λίπη γίνουν το επόμενο καταδικαστέο συστατικό, ίσως θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για περισσότερες ανασυνθέσεις των προϊόντων και φυσικά περισσότερη ζάχαρη ή αλάτι ως αντιστάθμισμα.
Ωστόσο, τα κορεσμένα λίπη θεωρούνται πιθανώς το μικρότερο από αυτά τα τρία κακά σήμερα. Πρόσφατη έρευνα έχει βρει ότι η σχέση μεταξύ κορεσμένων λιπών και καρδιακών παθήσεων είναι αμφισβητήσιμη, παρόλο που η American Heart Association εξακολουθεί να συνιστά μια διατροφή με πιο υγιεινά είδη λιπών. Οι περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές στον κόσμο ελέγχουν πρώτα τις ετικέτες για το περιεχόμενο σε ζάχαρη και δεν φαίνεται να ανησυχούν τόσο για την περιεκτικότητα σε λιπαρά όπως έκαναν κάποτε, παρόλο που κανείς δεν λέει ότι είναι απολύτως αθώα. Παρόλο που είναι δύσκολο να διατηρηθεί η γεύση παράλληλα με τη διατροφική αξία στα συσκευασμένα τρόφιμα, η καταναλωτική νοοτροπία αλλάζει και όλο και περισσότεροι πελάτες προτιμούν οργανικά, φυσικά προϊόντα και ολικής άλεσης. Ο Pete Maletto, ο πρόεδρος της PTM Food Consulting, πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να δούμε πραγματικά αποτελέσματα είναι να μειώσουμε το περιεχόμενο του αλατιού, της ζάχαρη και των λιπαρών που είναι απαραίτητα για τα συσκευασμένα τρόφιμα. "Διαφορετικά, στο τέλος της ημέρας, απλά ανταλλάσσουμε ένα κακό συστατικό με ένα άλλο. Και οι καταναλωτές δεν σκέφτονται πια με τον ίδιο τρόπο. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Φωτεινή Πουρνάρα