Το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού εξαρτάται από τις εισαγωγές τροφίμων
Καθώς ο πληθυσμός στη γη αυξάνεται, οι χώρες εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τρόφιμα που παράγονται αλλού. Οι χώρες που δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τον αριθμό των πολιτών τους που συνεχώς μεγαλώνει, αναγκάζονται να εισάγουν τρόφιμα για να καλύψουν τη ζήτηση, όπως φαίνεται από μια νέα μελέτη για την ανεπάρκεια των τροφίμων.
Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι στον πλανήτη μας ζουν σε περιοχές όπου οι εισαγωγές αντισταθμίζουν τη λειψυδρία και το 1/5 του κόσμου εξαρτά την επιβίωσή του από αυτές τις εισαγωγές, σύμφωνα με τη νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Aμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης Earth’s Future. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι σε πολλά μέρη, η έλλειψη πόρων όπως το νερό και η καλλιεργήσιμη γη, περιορίζει ήδη την ικανότητα του περιβάλλοντος να τροφοδοτεί τους τοπικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ έλλειψης πόρων και εμπορίου είναι πολύπλοκη και οι προηγούμενες μελέτες δεν έδειξαν άμεση σχέση μεταξύ των δύο.
Η νέα έρευνα ωστόσο, συγκρίνει τις καθαρές εισαγωγές τροφίμων μιας περιοχής με την ικανότητά της να παράγει τρόφιμα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όταν η δυνατότητα μιας περιοχής είναι περιορισμένη, οι εισαγωγές τροφίμων τείνουν να αυξάνονται. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εισαγωγών εξαρτάται από την ικανότητα της χώρας να αγοράζει εισαγόμενα τρόφιμα, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης. "Σε περίπου 10% έως 15% των περιπτώσεων, αυτή η αύξηση των εισαγωγών δεν ήταν αρκετή για να συμβαδίσει με την αύξηση του πληθυσμού", δήλωσε η Miina Porkka, περιβαλλοντική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Aalto στο Espoo της Φινλανδίας και επικεφαλής της νέας μελέτης. "Σε αυτές τις περιπτώσεις, τουλάχιστον θεωρητικά, η προσφορά τροφίμων θα είναι ανεπαρκής. Και αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική δύναμη. "
Πολλές χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής φαίνεται να εισάγουν επιτυχώς τρόφιμα για την κάλυψη της ζήτησης, σύμφωνα με τη μελέτη. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες βρίσκονται σε άγονες περιοχές όπου το περιβάλλον δεν μπορεί πλέον να στηρίξει τον τοπικό πληθυσμό, αλλά επειδή οι χώρες αυτές είναι σχετικά πλούσιες, έχουν συμπληρώσει το περιορισμένο εφοδιασμό τους με εισαγωγές, ανέφερε η Porkka. Η Ινδία και το Νεπάλ, από την άλλη πλευρά, απέτυχαν συγκριτικά στην εισαγωγή τροφών για τον αυξανόμενο πληθυσμό τους, παρά την αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας και την πρόσφατη αύξηση της οικονομικής τους δύναμης. Ορισμένες από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ινδίας δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τον τοπικό πληθυσμό τους ακόμη και με τα σημερινά επίπεδα εισαγωγών και τροφίμων από άλλες περιοχές της χώρας, σύμφωνα με τη μελέτη.
Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν την ανάγκη να αξιολογηθεί κατά πόσον η εισαγωγή τροφίμων αποτελεί την καλύτερη στρατηγική για την αντιμετώπιση της έλλειψης τροφίμων ή αν ορισμένες χώρες θα πρέπει να ενθαρρύνουν άλλες επιλογές, ανέφερε η Porkka. "Παρά τα πλεονεκτήματά της, η εξάρτηση από το εμπόριο έρχεται με πολλούς κινδύνους", ανέφερε. "Το παγκόσμιο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών είναι ένα πολύ ευάλωτο σύστημα. Παραδείγματος χάριν, οι αυξομειώσεις στην παραγωγή και στις τιμές έχουν αποδειχθεί ότι προκαλούν έλλειψη τροφίμων σε χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές." Σε περιπτώσεις που η ικανότητα μιας περιοχής να τροφοδοτεί τον πληθυσμό της είναι περιορισμένη, αξίζει να αναρωτηθούμε αν η εμπορική εξάρτηση είναι μια λογική επιλογή, ανέφερε η Porkka. Αξίζει επίσης να εξεταστούν και άλλα πρόσθετα μέσα βελτίωσης της επισιτιστικής ασφάλειας, όπως η χρήση αποδοτικότερων γεωργικών μεθόδων, η μείωση της ευπάθειας του εμπορικού δικτύου ή η διατήρηση υπό έλεγχο της ζήτησης για τρόφιμα. "Η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και αυτό είναι κάτι που θα γίνει όλο και πιο δύσκολο στο μέλλον καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός", τόνισε συμπερασματικά.